Ζούμε την εποχή της επιστροφής του πολιτικού στοιχείου στο προσκήνιο, μέσα από το γεγονός-τομή του εγκλήματος στα Τέμπη και των συναισθηματικών συνδηλώσεων και εκδηλώσεων σε μια τεράστια μερίδα της κοινωνίας. Το ζήτημα, όμως, δεν είναι μόνο το γιατί κυριαρχεί η οργή στην πλειονότητα της κοινωνίας, αλλά και πώς αυτό θα μετουσιωθεί σε εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις, σε πολιτικές που δεν θα σκοτώνουν κόσμο στα Τρένα ή οπουδήποτε αλλού. Η κοινωνία δείχνει να μετατοπίζεται, από τις χαμηλές πτήσεις στο επίπεδο των απαιτήσεών της από το πολιτικό σύστημα προς μια κατάσταση πολιτικής εγρήγορσης και δημοκρατικών αντανακλαστικών, απαιτώντας το αυτονόητο: δικαιοσύνη. Το πού θα οδηγηθεί αυτή η κινητοποίηση και πώς θα μετουσιωθεί πολιτικά παραμένει ένα μεγάλο ερωτηματικό.

Από τον κοινωνικό αυτοματισμό στην κοινωνική επαγρύπνηση
Γράφοντας κάτι σχετικά με το έγκλημα στα Τέμπη, δύο χρόνια αργότερα, διατηρεί κανείς μια επιφυλακτικότητα μην φανεί τετριμμένος ή ανιδιοτελής, και προσβάλλει (άθελά του) τα θύματα και τους οικείους του. Σε αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιείται μια ανασύνθεση, αυθαίρετη εν πολλοίς, ορισμένων στοιχείων της δημόσιας συζήτησης, για να καταλήξει -αν μπορεί- σε κάποιο συμπέρασμα για τη σχέση της κοινωνίας με το πολιτικό σύστημα, την κυβέρνηση και τη δικαιοσύνη, καθώς και για τη μορφή που μπορεί να πάρει αυτό το ξέσπασμα οργής.
Πάθη και πολιτική
Καταρχάς, τα πάθη και τα συναισθήματα δεν είναι στοιχείο αρνητικό να εκφράζονται σε μια Δημοκρατία, δεν αποσταθεροποιούν, ούτε αποτελούν κίνδυνο εκτροπής του πολιτεύματος. Πέραν του ότι είναι αδύνατο να μην εκφράζονται τα συναισθήματα στην πολιτική ζωή μιας χώρας και να περνάνε όλα από το ένα υποτιθέμενο ορθολογικό φίλτρο, τα συναισθήματα είναι αναγκαία για την κινητοποίηση αρκετού κόσμου και για την υγιή πορεία μιας -αν και παρηκμασμένης στην ελληνική περίπτωση- Δημοκρατίας. Το σίγουρο είναι, πάντως, πως η εκδήλωση έντονων συναισθημάτων δεν είναι πανάκεια και η λύση σε όλα τα προβλήματα της χώρας, αλλά μια πράξη με έντονο το στοιχείο της ενδεχομενικότητας· Είναι πιθανό να επιφέρει, τόσο τα καλύτερα, όσο και τα χειρότερα αποτελέσματα.
Επί της τωρινής συγκυρίας
Η συγκεκριμένη εκδήλωση συναισθημάτων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, καθώς ήρθε να κουμπώσει στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής όλο και περισσότερων ανθρώπων (ακρίβεια, ενέργεια, μεταφορές κ.α.) και στην αυξανόμενη καχυποψία, και μάλλον βεβαιότητα, για τη διαφθορά του πολιτικού συστήματος, και τις διαπλεκόμενες σχέσεις του της δικαστικής εξουσίας, τον κρατικό μηχανισμό και τα μίντια που στο παρελθόν έχουν αναδυθεί. Όλα αυτά αποκρυσταλλώνονται και σε πλήθος ερευνών. Πάνω από 7 στους 10 πιστεύουν ότι υπάρχει συγκάλυψη -4 στους 10 στους ψηφοφόρους της Νέας Δημοκρατίας-, περίπου 7 στους 10 ότι η χώρα πάει σε λάθος κατεύθυνση, και κοντά 1 στους 2 ότι σε προσωπικό επίπεδο είναι χειρότερα από πέρσι (κάθε πέρσι και καλύτερα που λέμε), με την ακρίβεια να φιγουράρει πρώτη στα σημαντικότερα προβλήματα που τους απασχολούν.
Το έγκλημα των Τεμπών αποτελεί την ταφόπλακα της εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα· το χώμα, ωστόσο, έμπαινε αρκετά χρόνια τώρα. Έμπαινε, όταν για χρόνια η κοινωνία αισθανόταν ότι η ψήφος της δεν μετράει και πως κύριος στόχος της πλειοψηφίας των κομμάτων είναι η εξουσία, η κονόμα και η καρέκλα. Άντε και το βόλεμα κανενός δικού τους σε καμιά θεσούλα. Έμπαινε, όταν τη δεκαετία του ‘10 (περίοδος μνημονίων), η ριζοσπαστικοποίηση της βρήκε τοίχο και κατέληξε στην ελληνική εκδοχή του δεν-υπάρχει-ενναλακτική. Το ένιωσε, τέλος, όταν επί πέντε χρόνια περίμενε τη σταθερότητα και την ευημερία των οικονομικών δεικτών να διαχυθούν προς τα κάτω, και να μετουσιωθούν σε βελτίωση της ζωής τους -το αστείο των trickle down economics, ότι δηλαδή ο αυξανόμενος πλούτος από τα πάνω θα λιώσει σαν παγόβουνο προς τους από κάτω. Έτσι, αναπόφευκτα η μπάλα των ευθυνών βαραίνει περισσότερο από όλους τη σημερινή κυβέρνηση και τις εγκληματικές της ευθύνες.
Σχόλιο για τη δικαιοσύνη από έναν μη νομικό
Οδηγούμαστε τώρα στο τελευταίο στήριγμα στον λόγο της «βαλλόμενης από σχέδια αποσταθεροποίησης» κυβέρνησης, τη δικαιοσύνη. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως πρέπει να έχουμε εμπιστοσύνη στην δικαιοσύνη, και πως πρέπει να αναμένουμε τα αποτελέσματά της. Προτρέπει τον κόσμο να ιδιωτικοποιήσει το πένθος του, και να κάτσει σε μια αίθουσα αναμονής μέχρι τα τελικά της πορίσματα. Ο κόσμος, φυσικά, έχει άλλη άποψη, και δικαιολογημένα. Είναι καχύποπτος για την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, καθώς τη βλέπει είτε να λειτουργεί ως πολιτικός παίχτης (βλ. δηλώσεις Αδελίνη και Κλάπα), είτε να έχει υποτονικές αντιδράσεις σε προηγούμενα σκάνδαλα (υποκλοπές, Πήλος), μέσα σε ένα πλαίσιο, όπου τα ανώτατα στελέχη της διορίζονται από την εκάστοτε κυβέρνηση. Επικίνδυνο και αυθαίρετο να υποστηριχθεί πως η διαφθορά έχει εισχωρήσει στην πλειοψηφία των δικαστών. Ωστόσο, στις μεγάλες υποθέσεις και, ειδικότερα, στα ανώτατα κλιμάκια, η δομή της οδηγεί πολλές φορές στη ευρύτερη διάβρωση.
Μετά από χρόνια παρατεταμένης νιρβάνας και ησυχίας η κοινωνία ξυπνά, νιώθει οργή και απαιτεί δικαιοσύνη. Το πολιτικό σύστημα στην πλειονότητά του και η κυβέρνηση κωφεύουν, αυξάνοντας την απόσταση μεταξύ των ίδιων και της κοινωνίας. Το αν και το πως θα αποδοθεί δικαιοσύνη είναι το μεγάλο στοίχημα των ημερών.
Comments