
Παρασκευή 23 του Σεπτέμβρη, σε ένα καφέ απέναντι από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Γυρίζοντας τα κουταλάκια στον καφέ μας, γυρίζουν και οι εικόνες από εκείνη την νύχτα. Τα χρωματιστά αμάξια στον δρόμο περνούν σαν να περιπαίζουν την ασπρόμαυρη ματιά μας.
Μια εβδομάδα πριν.
Πυροτεχνήματα και εμείς να χορεύουμε και να τραγουδάμε την “ουρά του αλόγου” του
αγαπητού Θ. Παπακωνσταντίνου, στα γρασίδια της Φιλοσοφικής. Κιθάρες, μπουζούκια, πειρατικές σημαίες και οι φωνές του πλήθους να γεμίζουν την ατμόσφαιρα. Κι όμως, η χαρά, η ζωντάνια και η αίσθηση της ελευθερίας που έδινε ο παλμός πέντε χιλιάδων ανθρώπων,
μικρών και μεγάλων, δεν ήταν αρκετά, για να εμποδίσουν αυτό που ακολούθησε.
Ακούστηκαν δύο δυνατοί κρότοι, αλλά κανείς δεν αντέδρασε. Ξαφνικά ο κόσμος αριστερά
μας προσπαθώντας να καλύψει το πρόσωπο του, άρχισε να μας σπρώχνει απότομα προς το
κέντρο. Απoκεί και πέρα η συναυλία μετατράπηκε πολύ γρήγορα σε ταινία τρόμου και οι
φωνές των ατόμων σε απελπισμένες κραυγές βοήθειας. Τα φώτα της σκηνής γίνονται
κόκκινα, τα σώματά μας αρχίζουν να καίνε. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική, κάθε
προσπάθεια αναπνοής ήταν μάταιη και ο αναπόφευκτος βήχας βοηθούσε τα χημικά να
εισχωρήσουν μέσα μας. Τα τελευταία πλάνα πριν η όρασή μας γίνει θολή, ήταν άτομα να
σπρώχνονται σαν να παλεύουν, λιπόθυμοι, σωριασμένοι άνθρωποι να φτύνουν αίμα. Η
εικόνα μιας πεσμένης κοπέλας (πιθανόν αναίσθητης) που απροστάτευτη ποδοπατήθηκε από
τον πανικόβλητο κόσμο που έτρεχε να σωθεί, δεν θα ξεθωριάσει ποτέ από τη μνήμη μας. Οι
μουσικοί συνεχίζουν να τραγουδούν, αλλά το τραγούδι κατέληξε σε παράκληση ψυχραιμίας.
Η απελπισία όμως που νιώσαμε όταν συνειδητοποιήσαμε ότι χάσαμε η μια την άλλη μες το
πλήθος δεν μπορεί να συγκριθεί. Το μόνο κίνητρο που μας κρατούσε από το να μην
εγκαταλείψουμε τις δυνάμεις μας, ήταν η αντίστοιχη αγωνία μας. Στην προσπάθεια να
βρούμε την έξοδο, ηλικιωμένοι, ενήλικες, φοιτητές πηδούσαν από κάγκελα και πόρτες.
Όμως, τα μωρά ή τα άτομα με κινησιολογικά και αναπνευστικά προβλήματα, ποιος να τα
βοηθήσει; Όταν επιτέλους καταφέραμε να βγούμε, η ανακούφιση που νιώσαμε όταν
συναντηθήκαμε δεν μπορεί να αποτυπωθεί με λόγια. Αυτή όμως η μικρή δόση χαράς
κράτησε ελάχιστα, καθώς η τραγικότητα της πραγματικότητας επέστρεψε ραγδαία. Με
πρόσωπα μουτζουρωμένα, η οργή μας και η επιθυμία μας για αντίδραση, προκάλεσε μια
αυθόρμητη πορεία, η οποία όμως διαλύθηκε και αυτή από τη ρίψη δακρυγόνων των Μ.Α.Τ.
Ο ύπνος δεν μας βρήκε εκείνο το βράδυ.
Την επόμενη μέρα έγινε μια οργανωμένη πορεία, με τη στήριξη πάρα πολλών, και όχι μόνο
φοιτητών. Ήταν η προσπάθειά μας να εισακουστούμε, να θίξουμε το άδικο που βιώσαμε όλοι
μας με ενωμένα χέρια και δυνατές φωνές.
Η αφορμή του γεγονότος αυτού αποδόθηκε στην προκλητική συμπεριφορά μιας ομάδας
ατόμων έναντι των αστυνομικών δυνάμεων, λίγα χιλιόμετρα μακριά. Από κάποιους
ονομάστηκε “δολοφονική επίθεση”, από άλλους “δικαιολογημένη επίθεση”, από άλλους μια
“παρεξήγηση”. Από πότε όμως μια επίθεση σε αθώους δικαιολογείται και μάλιστα από
όργανα ασφαλείας; Σύμφωνα με γιατρό του νοσοκομείου Γεννηματά, κατέφθασαν πολλοί
τραυματισμένοι και λιπόθυμοι, και αυτό δεν πρόκειται για "παρεξήγηση". Να αναφερθεί ότι
δεν φάνηκε κάποιο ασθενοφόρο, για να βοηθήσει αυτούς που το είχαν ανάγκη.
Ο Θ. Παπακωνσταντίνου είπε στην αρχή της συναυλίας: “Η γνώση χωρίς ελευθερία είναι
απόγνωση”, και λίγο αργότερα όλοι τη βιώσαμε. Στο ίδιο μέρος που υπηρετείται η παιδεία
και η γνώση, διαπράττονται τέτοια εγκλήματα. Από τις ίδιες πόρτες που φεύγουμε από το
μάθημα, τρέχαμε να ξεφύγουμε από την τρομοκρατία. Ίσως αυτά που μόλις περιγράψαμε να
χαρακτηριστούν από μερικούς ως: “δύο κοπέλες που δέχθηκαν δακρυγόνα και κλαίγονται”,
πώς μπορούμε όμως να εθελοτυφλούμε σε μία κοινωνία που αγνοεί συνεχώς την αστυνομική
βία; Αυτό είναι το μέλλον που θέλετε να χτίσετε;
Comments