top of page

Μια Γυναίκα: Υφαίνοντας τις πολύχρωμες όψεις της ταυτότητας

Δήμητρα Φούνταλη

Μπορεί το τέλος ενός πυρηνικού δεσμού να σηματοδοτήσει τη γέννα ενός νέου εαυτού και με όχημα τις λέξεις, να αναχθεί σε έργο καλλιτεχνικής δημιουργίας; Στην πρώιμη άνθιση ενός Απρίλη η Annie Ernaux, βρίσκεται αντιμέτωπη με την απόκοσμη αίσθηση της απώλειας. Η μητέρα της -αυτή η γυναίκα με τα πυρόξανθα μαλλιά και τη διαρκώς ζωηρή μορφή- πεθαίνει εξασθενημένη από τη νόσο του Αλτσχάιμερ. Η είδηση του θανάτου της μεταφέρεται τυπικά, ψυχρά: μέσα από μια τηλεφωνική γραμμή. Κι έκτοτε, κάθε διέξοδος κόβεται. Η κόρη και αφηγήτρια μένει παγιδευμένη στο παρόν μιας οδύνης που αναβλύζει εικόνες πένθους. Σταδιακά, συνθέτει γύρω της ένα πλέγμα ασφυξίας από το οποίο κατορθώνει να δραπετεύσει μονάχα μέσω της μνήμης. Της περιπλάνησης σε γεγονότα περασμένα αλλά και καθοριστικά για την κατανόηση της γυναικείας ταυτότητας. Αυτής που για καιρό κρυβόταν κάτω από το μητρικό κάλυμμα και που τώρα σε χρόνο μελλοντικό, ζητά να αποκαλυφθεί. «Θα ήθελα να αποδώσω την αληθινή γυναίκα, αυτήν που υπήρχε ανεξάρτητα από εμένα..» παραδέχεται η βραβευμένη με Νόμπελ Λογοτεχνίας Γαλλίδα συγγραφέας και πραγματικά σε αυτό το μικροσκοπικό οικοδόμημα των εκατό περίπου σελίδων, η πρόθεση της εκπληρώνεται.

Οι πολυπρόσωπες όψεις της μητέρας κατατίθενται στο χαρτί ακολουθώντας τη ροή μιας μονοκόμματης -σαρωτικής σαν καταιγίδα- αφήγησης που απαρνείται τους διαλόγους και τις λεπτομερείς σκηνές για χάρη της ουσίας. Η πλοκή μας μεταφέρει πίσω στις αρχές του 20ου αιώνα. Εκεί όπου στο κλειστοφοβικό σκηνικό μιας μικρής νορμανδικής κοινότητας, η γυναίκα με το (έως το τέλος) άγνωστο όνομα αναθρέφεται ενηλικιώνεται, παντρεύεται και γεννά. Ακολουθεί ένα μέλλον λίγο έως πολύ καθορισμένο από ταξικά εμπόδια και έμφυλες στερήσεις. Κι ενώ φαινομενικά προχωρά και διεκδικεί, μένει πάντα ακινητοποιημένη στο κατώφλι ενός στέρεου σκοπού: να παραδώσει στα χέρια του παιδιού της όλα όσα η ίδια δεν μπόρεσε ποτέ να γευτεί. Η ασυνείδητη αυτή ανάγκη εξελίσσεται παράλληλα με γραφή της Ernaux που ολοένα βαθαίνει και απλώνεται. Σέρνοντας στο πέρασμά της ψήγματα από την ευθύτητα του Καμύ στον «Ξένο» του (ανάγνωσμα με κοινή γλωσσική αφετηρία αλλά διαφορετικές προεκτάσεις ως προς το ζήτημα της απώλειας), αποκόπτεται από τους καλαίσθητους λυρισμούς αποτυπώνοντας το βάρος της αλήθειας. Μάλιστα, στις ανάπαυλες της αφήγησης, εκεί που ο χρόνος αρχίζει να σημαδεύει και πάλι το παρόν, η συγγραφέας κοντοστέκεται πάνω από τις λέξεις προκειμένου να σκάψει εντός της. Να αποσαφηνίσει τους λόγους που την κρατούν δεμένη με τη συνέχεια αυτής της ιστορίας.


Διαλέγοντας την οπτική ενός εξωτερικού παρατηρητή, παλεύει να εξηγήσει το έδαφος της αντίφασης πάνω στην οποία στηριζόταν ολόκληρη η διαδρομή της σχέσης με την μητέρα. Από τον θαυμασμό στην αντιπαλότητα κι από τη λατρεία στο μίσος. Μια παλέτα συναισθηματικών διαβαθμίσεων που δεν έπαψε ως το τέλος του πυρηνικού αυτού δεσμού, να εμπλουτίζεται. Να δημιουργεί αφορμές σύνδεσης και συνάμα αποξένωσης. Ώσπου το οριστικό της αρρώστιας να αλλάξει τις ισορροπίες και να επαναφέρει με τρόπο αποκαρδιωτικό το λησμονημένο αίσθημα της τρυφερότητας, συνοψισμένο στις πιο απλές φράσεις «Δεν ήθελα να πεθάνει. Είχα ανάγκη να την ταΐζω, να την αγγίζω, να την ακούω». Χαραγμένη στο μυαλό μου, μένει μια από τις τελευταίες εικόνες συνύπαρξης που αποτυπώνει το βιβλίο. Πρόκειται για τη στιγμή που η κόρη χτενίζει τα μαλλιά της ανήμπορης πια μητέρας της. Κι η δεύτερη χωρίς να μπορεί να αναγνωρίσει το πρόσωπο ή το ακριβές όνομα της παρουσίας δίπλα της, ανταποκρίνεται αμέσως. Συνεπαρμένη από την ένταση της σιωπηρής επικοινωνίας, ψελλίζει «μ ’αρέσει πολύ όταν με χτενίζεις» Κι έκτοτε, αυτή η κίνηση επαναλαμβάνεται σε κάθε νέα συνάντηση, λειτουργώντας ως μυστικός κώδικας αγνής φροντίδας.

Παραμένοντας πιστή στην αποτύπωση προσωπικών ιστοριών (με το εύρος των θεματικών να κυμαίνεται από τις οικογενειακές απώλειες έως τις υπαρξιακές ή ερωτικές ματαιώσεις) η Ernaux προσδίδει στην αυτοβιογραφία νοήματα βαθιά, καθολικά και εντέλει συλλογικά. Ιδιαίτερα σε αυτό το βιβλίο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο ήδη από το 2020, δεν αρκείται στα κλασικά σχήματα περί βιογραφίας. Πράγματι, δομεί ένα σύνθετο σύμπαν μεταξύ «λογοτεχνίας, κοινωνιολογίας και ιστορίας» όπως η ίδια η συγγραφέας, επιλέγει να το αποκαλεί. Ένα σύμπαν πολυδιάστατο που ντυμένο με τη γεμάτη ευαισθησία μετάφραση της Ρίτας Κολαΐτη, μετατρέπει το βίωμα σε στέρεο έδαφος για την ανάπτυξη ανώτερων ιδεών γύρω από την μνήμη, την απώλεια, την ανακάλυψη του ενδότερου εαυτού, του οριστικά αποκομμένου από τα δεσμευτικά βαρίδια. Επιτρέπει στα αγκάθια του προσωπικού τραύματος να ξεφύγουν από επιφανειακές προσεγγίσεις, παραδίδοντας μέσω αφηγηματικών αφηγήσεων και ψυχικών αντιθέσεων, ένα άρτιο λογοτεχνικό κατασκεύασμα που δεν στερείται συναισθηματικής απόλαυσης. Αν και εξαιρετικά συνοπτικό για να εμβαθύνει στο φάσμα μεταξύ ζωής και θανάτου, αποδεικνύει πως καμία φορά η λογοτεχνική πληρότητα παράγεται από την εσωτερικότητα.


Comments


bottom of page