Μία μέρα πριν τις γερμανικές εκλογές και η στροφή προς τα δεξιά καλά κρατεί. «Καθημερινά γίνονται μαζικοί βιασμοί από τους αιτούντες άσυλο», οι δηλώσεις αυτές δεν προέρχονται από κάποιο ηγετικό στέλεχος του ακροδεξιού AFD, αλλά από τον Φρίντριχ Μερτς, φαβορί για την καγκελαρία και πρόεδρο του κεντροδεξιού CDU (29% στις δημοσκοπήσεις), του κόμματος που επί 15 χρόνια καγκελαρίας της Άνγκελα Μέρκελ είχε μια σχετικά φιλομεταναστευτική πολιτική. Αν προσθέσει κανείς μάλιστα το σπάσιμο του ταμπού συνεργασίας με την ακροδεξιά στη μεταπολεμική Γερμανία, με την ψήφιση από κοινού με το AFD αντιμεταναστευτικού νομοσχεδίου (αν και στο τέλος ανεπιτυχώς), τα σημάδια δεν είναι ευοίωνα. Στον αντιμεταναστευτικό χορό μπήκε και ο νυν καγκελάριος Όλαφ Σολτς, του κεντροαριστερού SPD, με την παράταση ενός εξαμήνου των συνοριακών ελέγχων, καθώς και το κόμμα BSW, διάσπαση του αριστερού de Linke, οικονομικά αριστερό και κοινωνικά συντηρητικό, και αντιμεταναστευτικό επίσης.
Σε τι οφείλεται, όμως, αυτή η άνοδος συντηρητικών ξενοφοβικών αντιλήψεων, και η επακόλουθη αύξηση του ποσοστού του AFD (δεύτερο σε όλες τις δημοσκοπήσεις με 20%); Στην οικονομική ύφεση και την αποβιομηχανοποίηση της χώρας; Στη μετανάστευση; Θεωρώ πως αυτοί οι παράγοντες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ωστόσο, μια τρίτη σημαντική παράμετρος παίζει εξίσου, αν όχι περισσότερο σημαντικό ρόλο, ειδικότερα στην αλληλεπίδρασή της με τις άλλες δύο. Πρόκειται για την παράμετρο της μεταδημοκρατικής συνθήκης των δυτικών φιλελεύθερων δημοκρατιών, της λεγόμενης συναίνεσης στο κέντρο και της νεοφιλελεύθερης ΤΙΝΑ (There Is No Alternative). Το παρόν άρθρο, επιχειρεί να υπερβεί το άμεσα ορατό πεδίο (π.χ. Οικονομία, Μετανάστευση), και να σκιαγραφήσει τη συγκεκριμένη συνθήκη, στην οποία έχει εισέλθει η Δύση τις τελευταίες δεκαετίες, καθώς και τα όποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στη Γερμανία του 2025.

Λίγα λόγια για το «ορατό»
Θα αναφερθούν ορισμένα στοιχεία εξήγησης της ανόδου του ξενοφοβικού (άκρο)δεξιού λόγου, στοιχεία, ωστόσο συμβατικού τύπου, δηλαδή τετριμμένα και χιλιοειπωμένα στη δημόσια σφαίρα. Εν συντομία, η βασική προκείμενη είναι πως, ενώ το 2015-16 η Γερμανία είχε δεχτεί αρκετούς μετανάστες με χαρά, πλέον, δεν χωρούν άλλο και απειλούν την ασφάλεια της χώρας (π.χ. με συχνά τρομοκρατικά χτυπήματα από μετανάστες Ασιατικής καταγωγής). Σε αυτήν την κατεύθυνση κινείται και το νομοσχέδιο που κατατέθηκε από τον Μερτς προτείνοντας την αυστηροποίηση των ελέγχων στα σύνορα, την ενίσχυση της ομοσπονδιακής αστυνομίας και την ταχεία προώθηση των απελάσεων.
Ως προς την οικονομία της Γερμανίας, δύο είναι τα βασικά στοιχεία. Οι απολύσεις κατά χιλιάδες που ανακοινώνονται από βιομηχανίες και μεγάλες επιχειρήσεις και οι καθόλου ευοίωνες προβλέψεις για συρρίκνωση του ΑΕΠ της χώρας από 0,1% έως 0,5% και τρίτο συνεχόμενο έτος ύφεσης της οικονομίας, για πρώτη φορά μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου.
Χωρίς να υποτιμώ αυτούς τους παράγοντες, και θεωρώντας τους αναγκαίους για την τωρινή δεξιά στροφή της Δύσης, υποστηρίζω πως πρέπει να εκτιμηθούν στη σχέση τους με τη μεταδημοκρατική συνθήκη και την «έλλειψη εναλλακτικών» (πολιτικών) προταγμάτων.
Κάποιες πρώτες σκιαγραφήσεις του «αόρατου»
Κρίνεται αναγκαία μια μικρή παρέκβαση για τη διασαφήνιση των εννοιών “Μεταδημοκρατία” και “Μεταπολιτική”. Με τον όρο “μεταδημοκρατία” εννοείται η διάβρωση των δύο βασικών πυλώνων του δημοκρατικού ιδεώδους, της ισότητας και της λαϊκής κυριαρχίας. Από τις δεκαετίες του 1970 και του 1980 παρατηρείται μια σταδιακή αποπολιτικοποίηση της διαδικασίας λήψης των αποφάσεων, και την ανάθεσή τους σε σημαντικό βαθμό σε υποτιθέμενους ουδέτερους θεσμούς και αρχές (π.χ. «ανεξάρτητες» Κεντρικές Τράπεζες). Αντιστοιχεί στην κατάσταση, κατά την οποία οι επιχειρηματικές αρχές έχουν κατακτήσει όλες τις σφαίρες της δημόσιας ζωής, με την άσκηση της πολιτικής πλέον να έχει οδηγηθεί σε μια ««μεταπολιτική» εποχή επαγγελματοποιημένης «διακυβέρνησης» πέρα από την αριστερά και τη δεξιά».
Η «Μεταπολιτική» από την άλλη αντιστοιχεί στη συναίνεση κεντροαριστερών και κεντροδεξιών κομμάτων για τη μη ύπαρξη εναλλακτικής έναντι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αποδέχτηκαν πλήρως τους όρους του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού, με την πρόφαση του εκσυγχρονισμού που επιβάλλει η παγκοσμιοποίηση. Έτσι, η πολιτική κατέστη ένα απλό τεχνικό ζήτημα διαχείρισης του υπάρχοντος status quo, σε ένα πεδίο που ανήκει στους ειδικούς, με τις εκλογές να μη δίνουν σαφείς εναλλακτικές πολιτικές επιλογές.
Μετά την κρίση του 2008 η συναίνεση αυτή διέρχεται και αυτή κρίση με τη μείωση του ποσοστού που συγκεντρώνουν τα κόμματα κοντά στο κέντρο, και την άνοδο κομμάτων που υπόσχονται την ανάκτηση της λαϊκής κυριαρχίας. Στην αρχή, ήταν κυρίως αριστερά, αλλά τα τελευταία χρόνια στη συντριπτική τους πλειοψηφία είναι (άκρο)δεξιά ξενοφοβικά κόμματα.
Η Γερμανία του σήμερα
Έτσι, ερχόμαστε στη Γερμανία, στην οποία ο συνδυασμός της οικονομικής ύφεσης και δυσπραγίας όλο και περισσότερων ανθρώπων, και μια σημαντική αύξηση της παρουσίας προσφύγων και μεταναστών δημιουργεί ένα ευνοϊκό κοκτέιλ για τη ρητορική της ακροδεξιάς. Εφόσον, τα κόμματα του λεγόμενου δημοκρατικού τόξου είτε δεν είναι διατεθειμένα να προβάλλουν ένα εναλλακτικό βιώσιμο για τους πολλούς πολιτικό σχέδιο, είτε επιχειρούν να μοιάσουν όλο και περισσότερο στις ιδέες του AFD (με εξαίρεση το αριστερό Die Linke και ως έναν βαθμό τους Πράσινους), τα διαρκώς αυξανόμενα συναισθήματα ανασφάλειας των πολιτών διοχετεύονται εύλογα προς τη δεξιά μεριά στο πολιτικό εκκρεμές. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως 1 στους 3 εργαζόμενους στη Γερμανία ψηφίζουν AFD, με το αντίστοιχο ποσοστό να αγγίζει το 50% στην Ανατολική Γερμανία. Οι άνθρωποι δεν είναι a priori ακροδεξιοί και συντηρητικοί κατά πλειοψηφία, αλλά αναζητούν λύσεις που να τις θεωρούν βιώσιμες για τη ζωή τους.
Τέλος, σημαντικό κομμάτι του παζλ αποτελεί το γεγονός πως παρατηρείται η οικειοποίηση εκ μέρους της νέας άκρας δεξιάς, και στην περίπτωση μας του AFD, εννοιών, όπως η ελευθερία και ο διάλογος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το τελευταίο Debate πολιτικών αρχηγών στην Γερμανία, στο οποίο η αρχηγός του AFD Άλις Βάιντελ, σε πλήρη συμφωνία με τον Βανς (αντιπρόεδρο των ΗΠΑ), θεώρησε τον αποκλεισμό του κόμματός της από τη Σύνοδο για την Ασφάλεια στο Μόναχο ως επίθεση στην αξία της ελευθερίας, και πως σε πιο δημοκρατική κατεύθυνση είναι ο διάλογος και με τις ΗΠΑ και με τη Ρωσία, από τον απομονωτισμό και τη μονομερή υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Στην εποχή Τραμπ 2.0 και των επάλληλων κρίσεων (οικονομικής, κλιματικής, μεταναστευτικής), η Ευρώπη φαίνεται όχι απλώς να έχει χάσει το τρένο για μια αλλαγή προς δημοκρατικότερα πολιτικά προτάγματα και εναλλακτικές κατευθύνσεις, αλλά να μη βρίσκεται καν στον σταθμό. Οι εκλογές στη Γερμανία, τη μεγαλύτερη (αν και παραπαίουσα) οικονομία της Ευρώπης, θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.
Yorumlar